- ὄζῃ
- ὄζηbad smellfem dat sg (attic epic ionic)ὄζωsmellpres subj mp 2nd sgὄζωsmellpres ind mp 2nd sgὄζωsmellpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όζη — (II) η (βιοχ.) άλλη ονομασία τού μονοσακχαρίτη. (III) ὄζη, ἡ (Α) 1. δυσοσμία, αποφορά που αναδίδεται κυρίως από το στόμα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄζαι τα δέρματα τών ονάγρων», τών άγριων όνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. ὄζω «αναδίδω… … Dictionary of Greek
-όζη — (I) χημ. κατάληξη χαρακτηριστική τής ονομασίας τών σακχάρων και ενδεικτική τής προέλευσής τους, λ.χ. γλυκόζη, μανόζη κ.ά … Dictionary of Greek
ὄζαι — ὄζη bad smell fem nom/voc pl ὄζᾱͅ , ὄζη bad smell fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀζᾶν — ὄζη bad smell fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
καραμόζη — η ειδική καραμέλα χωρίς ζάχαρη για τους διαβητικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καραμ (< καραμέλα) + κατάλ. όζη τού φρουκτ όζη (ζάχαρη για διαβητικούς)] … Dictionary of Greek
ὦζα — ἄζᾱ , ἄζα heat fem nom/voc/acc dual ἄζᾱ , ἄζα heat fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄζα , ἄζος dry neut nom/voc/acc pl ἄζᾱ , ἄζος dry fem nom/voc/acc dual ἄζᾱ , ἄζος dry fem nom/voc sg (doric aeolic) ὄζᾱ , ὄζη bad smell fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλδοτριόζες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις που περιέχουν μια αλδεΰδομάδα ( CH = Ο) και δύο υδροξύλια ( ΟΗ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλδ[εΰδες] + τρι < τρις < τρεις + κατάλ. όζες, πληθ. του όζη] … Dictionary of Greek
αλδόζες — Οργανικές ενώσεις τύπου (CH2Ο)n που σημαίνει ότι το μόριό τους περιέχει n ομάδες που αναλογούν σε ένα άτομο άνθρακα, δύο υδρογόνου και ένα οξυγόνου, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μιας αλδεϋδομάδας εκτός των διαφόρων αλκοολομάδων.… … Dictionary of Greek
αμυλόζη — Ένα από τα δύο συστατικά των αμυλόκοκκων, κύριων δομικών στοιχείων του αμύλου, που καταλαμβάνει τον κεντρικό πυρήνα τους. Αντιπροσωπεύει το 10 25% της μάζας του αμύλου (στο σιτάρι και τις πατάτες είναι γύρω στο 25%, ενώ στο καλαμπόκι, στο ρύζι… … Dictionary of Greek